Διασκευή λογοτεχνικής ιστορίας με αφορμή το βιβλίο του Luis Sepulveda, Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ΄ένα γλάρο να πετάει
Η Κενγκά προσπαθούσε απεγνωσμένα να ελευθερωθεί, μα δεν τα κατάφερνε. Ένα νέο μεγάλο κύμα την πέταξε δώδεκα μέτρα πιο μπροστά. Ο αέρας δυνάμωνε και άρχισε να βρέχει. Η Κενγκά είχε πλέον απελπιστεί. "Ήλθε το τέλος μου", κλαψούρισε. "Η μαύρη αηδία δεν με αφήνει να κουνηθώ. Σε λίγο θα έχουν τελειώσει όλα..." Κοίταξε τον ουρανό. Αστραπές και κεραυνοί βροντούσαν και εσκίαζαν το μαύρο πια θόλο. Είδε στο μακρινό ορίζοντα το σμήνος που την παράτησε. Την πρόδωσε! Αλλά δεν έφταιγαν οι ίδιοι οι γλάροι. Ο ανόητος γερο-σοφός πελεκάνος, Κελαπένος και ο χαζός νόμος του! Η Κενγκά τους καταριόταν όλους ανεξαιρέτως τώρα πια, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της. Ξαφνικά, σταμάτησε και άρχισε να θρηνεί. Περίμενε ότι θα έκανε ένα, αν όχι περισσότερα αβγά. Και τώρα δεν θα έβγαινε ποτέ να δει τον έξω κόσμο. Με δάκρυα στα μάτια κοίταξε για μια τελευταία φορά τον ουρανό. Όλα της φάνηκαν τόσο εχθρικά τώρα. Καταιγίδα, κύματα, καμιά ψυχή γύρω... Κάτι είδε όμως. Κάτι που την έκανε να κοκαλώσει. Ήταν το φως στο σκοτάδι. Δέκα άσπρες κουκίδες- μπορεί και περισσότερες- κατευθύνονταν προς το μέρος της. "Δεν θα με δουν", σκέφτηκε απελπισμένα. "Πρέπει να με δουν". Αποφασιστικά έκραξε όσο πιο δυνατά έχει ένας γλάρος κράξει ποτέ. Τότε ένιωσε τον εαυτό της αδύναμο... Πολύ αδύναμο. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν οι άσπρες κουκίδες, που μάλλον ήταν πελαργοί και έστριβαν ξαφνιασμένοι προς το μέρος της και άρχισαν να πετάνε προς τα εκεί. Τότε ήλθε το σκοτάδι.
Γιώργος Σ. Α5