Aπό τις ιστορίες του Μαρκοβάλντο, Το ταξίδι με τις αγελάδες...
Μια από τις νύκτες του καλοκαιριού ο Μαρκοβάλντο αφουγκραζόταν τους θορύβους της πόλης, όπως αυτοί διαδραματίζονται μέσα στη σιγαλιά μέχρι την αυγή. Ενώ ξεκουραζόταν άκουσε και είδε ένα κοπάδι από αγελάδες, που διέσχιζαν το δρόμο, ψάχνοντας θερινές βοσκές. Ο Μικελίνο, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ακολούθησε ενθουσιασμένος το κοπάδι. Η οικογένεια αναστατώθηκε με την απουσία του και άρχισε να τον ψάχνει. Ο Μικελίνο επέστρεψε κάποια στιγμή αμέριμνος και ανεβασμένος σε μια αγελάδα.
Η συνέχεια της ιστορίας με τη γραφίδα των μαθητών…
Οι δικοί του τον πήραν στα χέρια, τον κατέβασαν, τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν. Ο ίδιος στεκόταν με το στόμα ανοικτό.
-Πώς είσαι; Πέρασες καλά;
-Ε…ναι, πολύ ωραία.
-Δεν επιθύμησες το σπίτι σου;
-Όχι ενθουσιάστηκα με τη ζωή κοντά στο βουνό στη φύση, μακριά από τους θορύβους και τη φασαρία των αυτοκινήτων, την ηχορύπανση και τις τεράστιες πολυκατοικίες. Εκεί το μόνο που ακούει κανείς είναι το θρόισμα των φύλλων, τον ήχο από τα κουδούνια των ζώων, τα γάργαρα νερά από τα ρυάκια που διασχίζουν το βουνό και τον απαλό ήχο από το πρωινό αεράκι.. Μέσα στο πρόγραμμα της ημέρας δεν έλειπε το άρμεγμα του κοπαδιού των αγελάδων και η περιποίησή τους…
Ο Μικελίνο εν τω μεταξύ συνέχιζε να εξιστορεί τον τρόπο ζωής του στο βουνό, προσπαθώντας να πείσει και τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους να τον ακολουθήσουν στη φυγή του από την πόλη.
ΕΙΡΗΝΗ Χ. TMHMA A5